παρισταμένους

παρισταμένους
παρίστημι
cause to stand
pres part mp masc acc pl
παριστᾱμένους , παριστάω
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • ξενογλωσσία — Παρακανονικό φαινόμενο ακαθόριστης ταξινόμησης που συνίσταται τις περισσότερες φορές στην ικανότητα μερικών ατόμων να εκφράζονται –σε κατάσταση ύπνωσης ή οπωσδήποτε μειωμένης συνείδησης– σε γλώσσες που δεν τις ξέρουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Οι… …   Dictionary of Greek

  • παράσταση — I Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παριστώ, η με αισθητό τρόπο απόδοση συγκεκριμένων ή αφηρημένων πραγμάτων. Π. λέγεται και η εξωτερική όψη ανθρώπου και ο τρόπος της εξωτερικής του εμφάνισης, το παρουσιαστικό του. Επίσης, η κοινωνική εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

  • ταυραφέτης — ὁ, Α·1.ο προμηθευτής ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων 2. αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἀφέτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”